κρυπτήριος

κρυπτήριος
κρυπτήριος, -ία, -ον (Α) [κρυπτήρ]
1. σκοτεινός
2. κατάλληλος για απόκρυψη, κατάλληλος για να κρυφτεί κάποιος («κρυπτήριον ἄντρον»)
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ κρυπτηρία
κρύπτη, κρυψώνας
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ κρυπτήριον
α) κρύπτη, κρυψώνας θησαυρού
β) υπόγεια φυλακή, ειρκτή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κρυπτηρία — κρυπτηρίᾱ , κρυπτήριος convenient for concealing fem nom/voc/acc dual κρυπτηρίᾱ , κρυπτήριος convenient for concealing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτήριον — neut nom/voc/acc sg κρυπτήριος convenient for concealing masc acc sg κρυπτήριος convenient for concealing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτήρ — κρυπτήρ, ῆρος, ὁ (Α) [κρύπτω] κρυπτήριος*, κατάλληλος για απόκρυψη, για να κρυφτεί κάποιος ή κάτι («κρυπτήρες τόποι», Σχολ. στον Οππ. Αλ.) …   Dictionary of Greek

  • κρυπτικός — ή, ό (Α κρυπτικός ή, όν) [κρυπτός] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις κρύπτες τών χριστιανών 2. ιατρ. αυτός που αναφέρεται στις κρύπτες ενός οργάνου («κρυπτική αμυγδαλίτιδα») 3. φρ. βιολ. «κρυπτικός χρωματισμός» χρωματισμός που… …   Dictionary of Greek

  • κρυπτηρίαν — κρυπτηρίᾱν , κρυπτήριος convenient for concealing fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτηρίοις — κρυπτήριον neut dat pl κρυπτήριος convenient for concealing masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυπτήρια — κρυπτήριον neut nom/voc/acc pl κρυπτήριος convenient for concealing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”