- κρυπτήριος
- κρυπτήριος, -ία, -ον (Α) [κρυπτήρ]1. σκοτεινός2. κατάλληλος για απόκρυψη, κατάλληλος για να κρυφτεί κάποιος («κρυπτήριον ἄντρον»)3. το θηλ. ως ουσ. ἡ κρυπτηρίακρύπτη, κρυψώνας4. το ουδ. ως ουσ. τὸ κρυπτήριονα) κρύπτη, κρυψώνας θησαυρούβ) υπόγεια φυλακή, ειρκτή.
Dictionary of Greek. 2013.